Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τίφυον — τὸ, Α ποώδες διακοσμητικό φυτό από το οποίο κατασκεύαζαν ανθοδέσμες και στεφάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. τῖφος* «έλος»] … Dictionary of Greek
τίφυα — τίφυον autumn squill neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)